- αποφυω
- ἀποφύωἀπο-φύωвырастать, рождаться, возникать
(Arst. - v. l. ἀπέφηνεν)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Arst. - v. l. ἀπέφηνεν)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποφύω — ἀποφύω (Α) 1. φυτρώνω, βγάζω ρίζες 2. ( ομαι) μεγαλώνω ως παραφυάδα 3. έχω διαφορετική φύση από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συναποφύω — Α 1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι 2. (το μέσ.) συναποφύομαι συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα τής χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφύω «φυτρώνω»] … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek